- φρατορία
- ἡ, Α [φράτωρ, -ορος]φράτρα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρατορία — φρατορίᾱ , φρατορία fem nom/voc/acc dual φρατορίᾱ , φρατορία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατορίαν — φρατορίᾱν , φρατορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατορίαρχος — ὁ, Α φατρίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρατορία + αρχος*] … Dictionary of Greek